- Ἀκταίωνος
- Ἀκταίωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλάκτωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που γαβγίζει 2. όνομα κυνηγετικού σκύλου τού Ακταίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και κατάλ. τωρ* (πρβλ. ὑλακή, ὑλάσσω)] … Dictionary of Greek
Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι … Dictionary of Greek